- καταφθατόομαι
- καταφθᾰτόομαι, ([etym.] φθάνω)A take first possession of,
γῆν καταφθατουμένη A.Eu.398
; cf. καταφ<θ>ατουμένη· κατακτωμένη, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γῆν καταφθατουμένη A.Eu.398
; cf. καταφ<θ>ατουμένη· κατακτωμένη, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταφθατουμένη — καταφθατέομαι pres part mid fem nom/voc sg (attic epic) καταφθατόομαι take first possession of pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφθατουμένην — καταφθατέομαι pres part mid fem acc sg (attic epic) καταφθατόομαι take first possession of pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)